- πολεμόκλονος
- πολεμόκλονοςraising the din of warmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολεμόκλονος — ον, Α αυτός που εγείρει τον θόρυβο τού πολέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κλόνος «θόρυβος πολέμου» (πρβλ. μεγαλό κλονος] … Dictionary of Greek
πολεμόκλονον — πολεμόκλονος raising the din of war masc/fem acc sg πολεμόκλονος raising the din of war neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμοκλόνῳ — πολεμόκλονος raising the din of war masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμόκλονε — πολεμόκλονος raising the din of war masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
обратитель — ОБРАТИТЕЛ|Ь (1*), Ѧ с. Зд. Воитель: нынѧ вси б҃зи събрахомъсѧ ѡдолѣнью побѣдѹ приносити прi ре(ч) Рифинии. ѥгда же игѣмономь створю фюрвеѡмь ѡбратитель Арии (πολεμόκλονος ’΄Αρης) ΓΑ XIII–XIV, 230а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek